Οι εικόνες και τα ξυλόγλυπτα μέρη που εκτίθενται στο Εκθετήριο Εκκλησιαστικών Κειμηλίων «Οξεία Επίσκεψις» στη Μακρινίτσα, συγκροτούν μια πλούσια συλλογή μεταβυζαντινών έργων που χρονολογούνται από τον 17° μέχρι και τον 20ο αιώνα, με την πλειονότητα αυτών να τοποθετείται μεταξύ του 18ου και 19ου αιώνα, περίοδο που συμπίπτει με την «άνοιξη» της ναοδομίας, της ξυλογλυπτικής και της ζωγραφικής στο Πήλιο. Κατά συνέπεια, το σύνολο τους αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών τεχνοτροπιών και τάσεων, οι οποίες συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν καθ' όλη τη μακρά αυτή περίοδο (17ος -20ος αι.).
Καλλιτεχνικά οι εικόνες της συλλογής συνδέονται κυρίως με τα εργαστήρια της βόρειας Ελλάδας και του Αγίου Όρους, ενώ ορισμένες διασώζουν γνωστά ονόματα ζωγράφων που έδρασαν στο Πήλιο και την ευρύτερη περιοχή, όπως είναι ο Μαργαρίτης Μακρινιτζιώτης, ο Πανταζής Μηλιώτης, ο ιερομόναχος Γαβριήλ, ο Ελευθέριος, ο Δημήτριος μαθητής του Ιακώβου, ο Δημήτριος Κ. Γκρέκος, ο Θεόφιλος.
Η συλλογή αριθμεί περί τα εκατό και πλέον έργα και στο σύνολο της παρουσιάζει ιστορικό, λειτουργικό και καλλιτεχνικό-αισθητικό ενδιαφέρον. Από ιστορικής άποψης, για παράδειγμα, αξιόλογα αποδεικνύονται τρία γραπτά τρίπτυχα μνημόνευσης δωρητών με καταγεγραμμένο πλήθος οικογενειακών ονομάτων, κατοίκων της περιοχής. Στη συλλογή συγκαταλέγονται, επίσης, εικόνες φορητές σε ποικίλες διαστάσεις, εικόνες προσκυνηταρίων, αλλά και ένα σύνολο εικόνων και γραπτών ξυλογλύπτων με προέλευση από τέμπλα ναών και παρεκκλησίων του οικισμού, συγκεκριμένα από τη σειρά των δεσποτικών εικόνων και αυτών του επιστυλίου (Δωδεκάορτο, αποστολικά).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεχνοτροπική ποικιλία που διακρίνει την απόδοση ομοίων τυπολογικά θεμάτων σε εικόνες σύγχρονες μεταξύ τους ή και διαφορετικών χρονικών περιόδων, όπως για παράδειγμα οι δύο εικόνες της Μεταμόρφωσης, η μία του 17ου αιώνα (αρ. 9) και η άλλη των αρχών του 19ου αιώνα (αρ. 22), γεγονός ενδεικτικό του πλούτου και της εξέλιξης των καλλιτεχνικών τρόπων έκφρασης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στο πέρασμα του χρόνου, ακόμη και σε έργα του ίδιου ζωγράφου. Στην τελευταία περίπτωση, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πλέον παραγωγικού ζωγράφου της περιοχής, του Μαργαρίτη Μακρινιτζιώτη, ο οποίος σε σειρά εικόνων με θέμα το Άγιον Μανδήλιον που χρονικά καλύπτει το εύρος μιας περίπου δεκαετίας, ενώ τηρεί απαράλλαχτο τον καθιερωμένο για την παράσταση εικονογραφικό τύπο, διαφοροποιείται αισθητά στην τεχνοτροπική απόδοση του θέματος.
Ξεχωριστή θέση κατέχει στη συλλογή η εικόνα προσκυνηταρίου με τη παράσταση της Μεταμορφώσεως του Χριστού (17ος αιώνας), σπάνια περίπτωση ξυλόγλυπτης και ζωγραφιστής εικόνας με αυτόξυλο επίσης ξυλόγλυπτο πλαίσιο. Από τεχνικής πλευράς, αποτελεί αξιόλογο και σπάνιο για την εποχή είδος εικόνας που συνδυάζει ξυλόγλυπτα και γραπτά μέρη.
Από την ομάδα των δεσποτικών εικόνων τέμπλων ξεχωρίζει τόσο για την καλλιτεχνική ποιότητα όσο και για την παλαιότητά της η εικόνα του Παντοκράτορα Χριστού (σκαφωτή με αυτόξυλο πλαίσιο). Είναι η μεγαλύτερη σε διαστάσεις εικόνα της συλλογής και χρονολογείται στο 16°-17° αιώνα. Πρόκειται για έργο βορειοελλαδικού εργαστηρίου. Εξέχουσα θέση στην ίδια ομάδα κατέχουν δύο ακόμη εικόνες του Παντοκράτορα σε παρόμοιο εικονογραφικό τύπο, η πρώτη με αυτόξυλη κορνίζα (18ος αι.) και η άλλη με γραπτό πλαίσιο (18ος-19ος αι.), και οι δύο έργα αντιπροσωπευτικά της καλλιτεχνικής τάσης επιστροφής στα πρότυπα της ζωγραφικής του Πανσελήνου, που εμφανίζεται και διαδίδεται κατά το 18° αιώνα. Μαζί με τις παραπάνω εικόνες του Παντοκράτορα Χριστού συντηρήθηκαν για να εκτεθούν στο μουσείο και οι πάρισες με αυτές δεσποτικές εικόνες της Παναγίας, με την βρεφοκρατούσα Παρθένο να απεικονίζεται στον πλέον δημοφιλή τύπο της Οδηγήτριας. Μία μόνον εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας με την προσωνυμία «Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ» αποτελεί ενυπόγραφο έργο του ζωγράφου Δημητρίου, μαθητή του Ιακώβου το έτος 1837, και κατά συνέπεια στον ίδιο ζωγράφο μπορεί να αποδοθεί και η σύγχρονή της πάριση εικόνα του Χριστού με την προσωνυμία «Ο ΣΩΤΗΡ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», και οι δύο αντιπροσωπευτικά έργα της λεγόμενης «αγιορειτικής» ζωγραφικής του 19ου αιώνα.
Δύο ακόμη εικόνες των Αγίων Πάντων, αν και πανομοιότυπες στην απόδοση του θέματος, διαφοροποιούνται στην καλλιτεχνική τους έκφραση, καθώς η μία προηγείται χρονικά (18°ς -19ος αι.) και έπεται η άλλη (19ος αι.), επιβεβαιώνοντας την εξέλιξη των εκφραστικών μέσων στην παράδοση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Ωστόσο, και οι δύο εικόνες συνδέονται καλλιτεχνικά με εργαστήρια του Αγίου Όρους.
Τέσσερις συνολικά εικόνες με την παράσταση του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου μαρτυρούν, επίσης, την ποικιλία των τεχνοτροπικών τάσεων της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τον 19° αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου. Μεταξύ αυτών, μία φέρει την υπογραφή του Δημητρίου Κ. Γκρέκου και χρονολογείται με επιγραφή το 1890.
Αξιόλογα, παρά την αποσπασματική τους διατήρηση, είναι και τα ξυλόγλυπτα τμήματα τέμπλων της συλλογής. Πρόκειται για έξι διαφορετικά τμήματα επιστυλίων, που χρονικά καλύπτουν μία ευρεία περίοδο από τον 17° έως τον 19° αιώνα. Ανάμεσά τους, διακρίνεται για την επιμέλεια του ξυλόγλυπτου, αλλά και της ζωγραφικής, τμήμα επιστυλίου της σειράς του Δωδεκαόρτου, το οποίο διασώζει εικονίδιο με θέμα την Αποτομή της κεφαλής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (17ος-18ος αι.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, λόγω της σπανιότητας του είδους και της διάτρητης τεχνικής του, τμήμα πιθανόν από χορό ξυλόγλυπτου πολυελαίου (αρχές 18ου αιώνα). Ξεχωριστή θέση στην ομάδα των ξυλόγλυπτων τμημάτων τέμπλων κατέχουν επίσης, δυο Εσταυρωμένοι μαζί με τα λυπηρά τους, ο ένας του 18ου και ο άλλος του 19ου αιώνα.
Ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη γενικότερη αποτίμηση του αγιογραφικού έργου του γνωστού λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου που έδρασε στην περιοχή του Πηλίου μεταξύ των ετών 1897 και 1927, έχει ο εντοπισμός τριών εικόνων του, στο Εκθετήριο Εκκλησιαστικών Κειμηλίων Μακρινίτσας. Περισσότερο επιμελημένη, από πλευράς σχεδίου και χρωμάτων, είναι η εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού που ακολουθεί το δυτικό εικονονραφικό τύπο, ευρέως διαδεδομένο την περίοδο αυτή, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δύο μικρότερων διαστάσεων εικόνες της Αγίας Μαγδαληνής και της Αγίας «Οσιας» Μαρίας, σύμφωνα με την επιγραφή.
Τέλος, επισημαίνεται η μεγάλη καλλιτεχνική ποιότητα τριπτύχου με σύνθετη εικονογραφία και κεντρική παράσταση τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, όπου η έντονη σχηματοποίηση στην απόδοση των γυμνών σωμάτων των μαρτύρων προαναγγέλει αισθητικές αξίες, οι οποίες - στο πλαίσιο της αναζήτησης της «ελληνικότητας» της Γενιάς του '30 - επανέρχονται σε χαρακτικά κυρίως έργα, όπως για παράδειγμα στα έργα της ωριμότητας του νεοέλληνα χαράκτη Τάσσου Αλεβίζου.
Στοιχεία-πληροφορίες:
Μάνια Μαργαριτώφ, Γιάννης Παπαϊωάννου, συντηρητές έργων τέχνης
Επιμέλεια κειμένου:
Νάνου Μαρία, θεολόγος, ιστορικός βυζαντινής τέχνης, Διευθύντρια του Τομέα Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και Κειμηλίων της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου