Έργα Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (π. 1871-1934), γιος του Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ, με καταγωγή από τη Βαρειά της Μυτιλήνης, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα.
Στο Βόλο καταφθάνει ως εθελοντής στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Μετά το πέρας του πολέμου εγκαθίσταται στις Μηλιές και αργότερα στον Άνω Βόλο (Ανακασιά). Έπειτα από ολιγοετή απουσία στη Σμύρνη (π. 1902-1909;) επιστρέφει και πάλι στο Βόλο έως την οριστική επιστροφή το 1926 στη γενέτειρά του τη Μυτιλήνη, όπου και απεβίωσε το 1934.
Επί τριάντα χρόνια, τα περισσότερα της ζωής του, έζησε περιπλανώμενος στο Βόλο και τα χωριά του Πηλίου, ντυμένος με φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια και με τα σύνεργα της δουλειάς στερεωμένα στο σελάχι του, στολίζοντας με τις πολύχρωμες και ευφρόσυνες ζωγραφιές του δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους (μαγαζιά, καφενεία, ναούς, αρχοντικά), αλλά και κάθε είδους επιφάνεια.
Το πληθωρικό του έργο διακρίνει χρωματική ένταση και αρμονία, συνθετική ικανότητα και θεματική ποικιλία. Πηγές της καλλιτεχνικής του έμπνευσης αποτελούν η μυθολογία, η ιστορία του Ελληνισμού, η αρχαιότητα, το Βυζάντιο και κυρίως οι επαναστατικοί αγώνες του 1821, η θρησκευτική και λαϊκή μας παράδοση, τα έντυπα λαϊκά αφηγήματα, η σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα.
Το έργο του Θεόφιλου, κοσμικό και εκκλησιαστικό, με διακριτή τη διάσταση της «ελληνικότητας», επηρέασε τις αισθητικές αντιλήψεις καλλιτεχνών της εποχής του, αλλά και σειράς νεώτερων δημιουργών, στην αναζήτηση μιας τέχνης με αυτόχθονα χαρακτηριστικά.